Πέρα από τα παλιά ασήμια

της Μαίρης Κόντζογλου

b205356Και η τριλογία φτάνει στο τέλος της. Οι χαρακτήρες που αγάπησα στα προηγούμενα βιβλία βρισκουν τη δικαίωσή τους, μας μεταφέρουν τα πανανθρώπινα, διαχρονικά και οικουμενικά μηνύματα της ειρήνης, της αγάπης, της κοινωνικής αδικίας, της ειρήνης και ζητούν ανάπαυση και ηρεμία. Η πένα της κυρίας Κόντζογλου αγγίζει πολύ υψηλά επίπεδα πλέον.

Δυστυχώς, όσο συναρπαστικά και γρήγορα ήταν το κείμενο και η πλοκή στα δύο πρώτα, τόσο αργά και επαναλαμβανόμενα ήταν στο τρίτο. Μέχρι τη μέση του βιβλίου υπήρχε μια αργόσυρτη πλοκή που αφορούσε την αγωνία της Σεβαστής να φτάσει στο λιμάνι της Μερσίνας, να βρει τον Έλμερ και να φύγουν μαζί στην Ελλάδα ενώ ο Ιορδάνης τους κυνηγούσε από κοντά, έχοντας το μίσος να τον τυφλώνει. Περιστατικά, επαναλήψεις, ευχές και σκέψεις που δε με κούρασαν γιατί η λογοτεχνικότητα, η αρτιότητα του λόγου και ο λυρισμός ήταν στοιχεία που μου έκοψαν την ανάσα. Κατέληξα ότι η κυρία Κόντζογλου είπε ό,τι ήθελε να πει, οπότε τώρα θα δώσει χώρο στο συναίσθημα, στις σκέψεις, τις απόψεις και τα μηνύματα και όχι στην ιστορία. Και πραγματικά απόλαυσα κάθε λέξη. Από τη μέση και μετά όμως υπάρχει ένας ξαφνικός καταιγισμός εξελίξεων, τόσο πυκνογραμμένος και μεστός από γεγονότα που αποσυντονίστηκα. Κατ’ εμέ, η ιστορία του Έλμερ και της Σεβαστής έπρεπε να τελειώσει στη Μερσίνα, είτε με ευτυχισμένο είτε με άσχημο τέλος. Οι επερχόμενες ανατροπές που μόνο επανάληψη της ιστορίας ήταν και το κράτημα της ιστορίας ως τη δεκαετία του 1950 και την οριστική λύση του μύθου των δυο πρωταγωνιστών δε με κράτησαν, γιατί είχα χαλαρώσει τους ρυθμούς μου και είχα άλλη διάθεση. Επίσης, οι αναλυτικές και διεξοδικές περιγραφές σκηνών όπως η επίθεση στον Ιορδάνη από τη Σεβαστή ή το ταξίδι του Αλεξάντερ και της Έλσας στο σήμερα, ακόμα και το παρελθόν της Ελένα λίγες σελίδες πριν το τέλος, πλάταιναν επικίνδυνα τον κορμό του βιβλίου.

Το τρίτο μέρος της ιστορίας περιέχει λοιπόν το τέλος των χαρακτήρων που αγάπησα, άλλων δίκαιο, άλλων διαφορετικό, άλλων κακό και θα έλεγα ότι η τριλογία των Παλιών Ασημιών είναι πολύ καλύτερη από τους Μεσημβρινούς του έρωτα. Μου έδωσε περισσότερα συναισθήματα, σκληρότερες εικόνες, περισσότερα μηνύματα και βελτίωσε κατά πολύ τη γραφή της συγγραφέως. Δυστυχώς όμως θα προτιμούσα να είναι μια διλογία σφιχτοδεμένη παρά τριλογία. Δε μειώνεται η λογοτεχνική αξία του κειμένου, η κυρία Κόντζογλου δεν κοροϊδεύει τον αναγνώστη γιατί παραμένει στις επάλξεις να εξηγήσει, να τονίσει, να φωτίσει, να περιγράψει, να αγκαλιάσει, όμως υπάρχουν πολλά σημεία στο τρίτο μέρος που τα βρήκα περιττά.

Την τριλογία των Παλιών Ασημιών δε θα την ξεχάσω εύκολα. Είχα καιρό να βρω ένα κείμενο για την ανταλλαγή των πληθυσμών και για τις ζωές των προσφύγων πριν και μετά το 1922 που να ειναι τόσο μεστό, πλήρες, αληθινό, ειλικρινές, διαχρονικό και καλογραμμένο ταυτόχρονα. Ένα μεγάλο μπράβο στην κυρία Κόντζογλου για τον άθλο που πραγματοποίησε και για τη μαγεία της Καππαδοκίας που μου μετέφερε τόσο πιστά και επιδέξια!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ήρθες εσύ, Έλσα, μια ψυχή είσαι κι εσύ, έτσι λέει η νενέ, όλοι μας μια ψυχή πάνω στο κέντημα είμαστε, ο καθένας μας κι ένας κόμπος... Ήρθες σ’ αυτό τον τόπο, εδώ, σε τούτα τα χώματα, που είναι το τελάρο...πάνω του είναι κεντημένος ο τσεβρές. Σε περίμεναν, όλοι σε περίμεναν, ήρθες και τράβηξες μια κλωστή, Έλσα, μια από όλες τις χιλιάδες, τις αναρίθμητες, τις άπειρες...Έβγαλε μουσική η κλωστή σου καθώς τραβιόταν, μια μελωδία υπέροχη...» (σελ. 201).

«Είσαι ένα δέντρο, Έλσα, να τι είσαι! Κι αυτό ισχύει για όλους σαν εσάς. Μπορεί να σας έκοψαν κάποτε τα κλαδιά, να προσπάθησαν να σας εξαφανίσουν, αλλά... Ιδού! Υπάρχετε, υπάρχεις! Οι ρίζες σου απλώνονται σε δύο ηπείρους, σε διεκδικούν και διεκδικείς εκατοντάδες τόπους, βουνα και ποτάμια, χιλιάδες ανθρώπους, εκατομμύρια ψυχές...Πρώτη μου φορά αντιλαμβάνομαι την τύχη σου να εισαι από εδώ αλλά και να είσαι και από εκεί, από απέναντι! Πρώτη φορά πιστεύω πως η πατρίδα σας, αυτά ακριβώς τα χώματα που πατάμε τώρα, έγινε γέφυρα και σας πέρασε απέναντι. Μπορεί οι άνθρωποι να βασανίστηκαν και να πόνεσαν πολύ. Μπορει να χάθηκαν χιλιάδες, εκατομμύρια ίσως ψυχές, μπορεί να πλημμύρισε ο τόπος από τα δάκρυα και τον πόνο, όμως... Όμως, κι ας πέρασαν χρόνια πολλά, η γέφυρα δεν καταστράφηκε ποτέ, είναι εδώ και μπορεις να πηγαινοέρχεσαι γιατί είσαι δική της και είναι δική σου! Ανήκεις εδώ, όσο κι εκεί, Έλσα» (σελ. 239).

Πάνος Τουρλής